-
1 κόμη
κόμ-η, ἡ,A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in pl.,κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231
; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.1.82;κ. φορεῖν PGnom. 188
(ii A.D.); ;καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba. 695
; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av. 911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.;δόνακος App.BC4.28
; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn,ληΐου κ. Babr.88.3
;λειμώνων κόμαι IG14.1389i
i 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский